- λευκίνη
- Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293-295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8. Βρίσκεται στη σπλήνα, στο πάγκρεας, στους λεμφαδένες, στους σιελογόνους αδένες, στα σπέρματα του λούπινου, στη μελάσα των ζαχαρότευτλων κ.α. Σχηματίζεται από την υδρόλυση των πρωτεϊνών με επίδραση ενζύμων, οξέων ή αραιών αλκαλίων και παρασκευάζεται με την επίδραση αραιού θειικού οξέος στην κερατίνη ή στην καζεΐνη. Η λ. είναι αριστερόστροφη ένωση –το υδροχλωρικό της άλας δεξιόστροφο– και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αμινοξέα, καθώς αυξάνει την παραγωγή της αυξητικής ορμόνης. Η απουσία της από την τροφή προκαλεί έλλειψη αζώτου, με αποτέλεσμα την παύση της ανάπτυξης των παιδιών. Χρησιμοποιείται μαζί με το γλουταμινικό οξύ, τη μεθειονίνη και άλλα αμινοξέα στη θεραπεία ασθενειών του συκωτιού, κατά της αναιμίας και σε ορισμένες περιπτώσεις διανοητικών διαταραχών.
* * *η(βιοχ.) αμινοξύ που αποτελεί αναγκαίο συστατικό τών πρωτεϊνών και λαμβάνεται από την υδρόλυση τών περισσότερων από αυτές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucine < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.